πάντρεμα

πάντρεμα
το [παντρεύω]
η παντρειά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σύζευξη — η / σύζευξις, εύξεως, ΝΑ [συζεύγνυμι / συζευγνύω] 1. ένωση με γάμο, γάμος, παντρειά, πάντρεμα 2. (για πράγμ.) στενή σύνδεση, συνένωση, συναρμογή νεοελλ. 1. βιολ. συνάντηση και σεξουαλική επαφή μεταξύ δύο ατόμων διαφορετικού φύλου προκειμένου να… …   Dictionary of Greek

  • σύναψη — η / σύναψις, άψεως, ΝΜΑ [συνάπτω] 1. η ενέργεια τού συνάπτω, στενή ένωση δύο ή περισσότερων πραγμάτων, συνένωση («ἐν τῇ συνάψει αἰσθήσεως πρὸς διάνοιαν», Πλάτ.) 2. το σημείο ή η γραμμή στην οποία πραγματοποιείται η παραπάνω ένωση νεοελλ. 1. βιολ …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”